- φθειριστικός
- φθειρ-ιστικός, ή, όν,A seeking lice:—ἡ -κή (sc. τέχνη), the art of louse-hunting, vermin-killing, Pl. Sph. 227b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φθειριστικός — ή, όν, Α [φθειρίζω] 1. αυτός που αναζητεί ψείρες 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ φθειριστική (ενν. τέχνη) η τέχνη τής αναζήτησης και τής εξόντωσης τών ψειρών … Dictionary of Greek
φθειριστικῆς — φθειριστικός seeking lice fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)